ιδιωφελής

ιδιωφελής
ης, ες приносящий личную выгоду, приносящий пользу частному лицу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιδιωφελής" в других словарях:

  • ἰδιωφελής — of private benefit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιωφελής — ές (Α ἰδιωφελής, ές) ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια νεοελλ. αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • ἰδιωφελοῦς — ἰδιωφελής of private benefit masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιωφέλεια — η [ιδιωφελής] 1. ιδιωτική, ατομική ωφέλεια 2. επιδίωξη ατομικού συμφέροντος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»